- τριχοῖ
- τριχόομαιpres ind mp 2nd sgτριχόωfurnishpres ind mp 2nd sgτριχόωfurnishpres opt act 3rd sgτριχόωfurnishpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριχώ — όω, Α [θρίξ, τριχός]·1. καθιστώ κάτι τριχωτό, συντελώ στην τριχοφυΐα («ἀλωπεκίας τριχοῖ», Διοσκ.) 2. ξετυλίγω ένα νήμα 3. παθ. τριχοῡμαι, όομαι α) έχω ή βγάζω γενειάδα β) αναμιγνύομαι με τρίχες γ) (κατά τον Ησύχ.) τριχῶσαι «θάψαι» … Dictionary of Greek